- χαμαιτυπεία(ν)
- το публичный дом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαμαιτυπεῖα — χαμαιτυπεῖον brothel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλωστά — και κηλωτά, τὰ (Α) πορνεία, χαμαιτυπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek